Πέθανε ξαφνικά χθες το μεσημέρι ο γνωστός λαϊκός τραγουδιστής Μάνος Παπαδάκης γεννήθηκε στο Πετροκεφάλι Ηρακλείου, στις 17 Μαΐου του 1941.
Το 1958 έρχεται στην Αθήνα και εμφανίζεται στο κέντρο «Ρομάντικα» που είχε ο Χρήστος Κολοκοτρώνης με τον Άκη Πάνου. Εκεί ως μαθητευόμενος τραγουδιστής εμφανίζεται πλάι στους Γιώργο Ζαμπέτα, Πέτρο Αναγνωστάκη και Γρηγόρη Μπιθικώτση. Την ίδια εποχη συναντά και τους νέους τότε τραγουδιστές, Στράτο Διονυσίου και Μπάμπη Τσετίνη, οι οποίοι μόλις έχουν κατέβει από τη Θεσσαλονίκη.
Το 1960 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι στην COLUMBIA με τίτλο Για χαμπίμπι τάνι ταλίλι (Το κορίτσι μου χορεύει) σε μουσική του Βασίλη Καραπατάκη και στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη σε δίσκο Columbia 78 στροφών, όπου τραγουδά μαζί με τους Μπάμπη Τσετίνη και Παναγιώτη Λειβαδάρο.
Ο Μάνος Παπαδάκης στα τέλη της δεκαετίας του ’60, εποχή της μεγάλης του επιτυχίας. Μαζί του η Πόπη Πόλυ και ο συνθέτης Βασίλης Βασιλειάδης στην φαρφίσα.
Σταθμός στην καριέρα του είναι η γνωριμία του με τον σπουδαίο συνθέτη και δεξιοτέχνη ακορντεονίστα – αρμονίστα Βασίλη Βασιλειάδη. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία έρχεται το 1967 με το τραγούδι Μαύρος Καπνός σε μουσική και στίχους του Βασίλη Βασιλειάδη. Ο δίσκος 45 στροφών κυκλοφορεί από την ODEON και δεύτερες φωνές κάνουν ο Μπάμπης Τσετίνης και η Λίτσα Διαμάντη. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους μπαίνει πάλι στο στούντιο και ηχογραφεί το τραγούδι Θα τα κάψω τα λεφτά μου (β φωνή: Πόπη Πόλυ) των Βασίλη Βασιλειάδη – Πυθαγόρα. Το τραγούδι προκαλεί πάταγο και ο Μάνος Παπαδάκηςεκτοξεύεται στην κορυφή και καθιερώνεται σαν πρώτο όνομα στα νυχτερινά μαγαζιά της Αθήνας.
Το Δεκέμβριο του 1969 ηχογραφεί στη Minos το Μια δεκάρα δεν αξίζει η αγάπη σου (β΄ φωνή: Ρένα Βιολάντη) το οποίο γίνεται επίσης μεγάλη επιτυχία.
Ο Μάνος Παπαδάκης στην πολύχρονη καριέρα του που φθένει μέχρι και τις μέρες μας έχει ηχογραφήσει δημιουργίες των Βασίλη Καραπατάκη, Χρήστου Κολοκοτρώνη, Χαράλαμπου Βασιλειάδη, Βασίλη Βασιλειάδη, Πυθαγόρα, Θεόδωρου Δερβενιώτη, Κώστα Βίρβου, Γιώργου Μητσάκη, Απόστολου Καλδάρα, Γιώργου Μουφλουζέλη, Χρήστου Νικολόπουλου, Θανάση Πολυκανδριώτη κ.ά. ενώ συμμετείχε στην τελευταία δισκογραφική δουλειά του Άκη Πάνου το 1997 με γενικό τίτλο Casino, ερμηνεύοντας το τραγούδι Ο Σεισμός.
Με τον Άκη Πάνου στο στούντιο το 1997
Στο πάλκο συνεργάστηκε με ιστορικές μορφές του λαϊκού μας τραγουδιού, σαν τους Βασίλη Τσιτσάνη, Γιώργο Ζαμπέτα, Πέτρο Αναγνωστάκη, Σωτηρία Μπέλλου, Βασίλη Βασιλειάδη, Μπάμπη Τσετίνη, Λίτσα Διαμάντη, Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Βαγγέλη Περπινιάδη, Στράτο Παγιουμτζή, Ρίτα Σακελλαρίου, Τάκη Μπίνη, Χαρούλα Λαμπράκη, Μανώλη Αγγελόπουλο κ.α.
Η φωνή του Παπαδάκη που παραμένει αναλλοίωτη στα χρόνια, έχει χρώματα από τη σχολή του Πάνου Γαβαλά αλλά και πινελιές από Στέλιο. Η διαδρομή του σεμνή και ταπεινή, άφησε όμορφα τραγούδια που χαρακτηρίζουν μια ολόκληρη εποχή, όταν το νήμα των κλασικών βάρδων, προεκτείνονταν από άξιους συνεχιστές του είδους στην δισκογραφία και τη διασκέδαση.
Αγαπητός σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης ο Μάνος Παπαδάκης έχει κερδίσει με τις ερμηνείες και τη στάση του, τόσο στον κύκλο του όσο και στο ευρύ κοινό, πολλούς εκτιμητές και φανατικούς οπαδούς.
Ο αποχαιρετισμός του Αντώνη Μποσκοΐτη μαζί με τις μνήμες από ένα γύρισμα στην οικία του τραγουδιστή (από το Κουτί της Πανδώρας)
Θυμάμαι ότι την σειρά ”Η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού”, σε δημοσιογραφική έρευνα και επιμέλεια του Κώστα Μπαλαχούτη, την είχα σκηνοθετήσει με βαριά καρδιά. Ήταν το 2007 και τότε, βλέπεις, ως πωρωμένος ροκάς δεν ήθελα να έχω ιδιαίτερη σχέση με το λαϊκό τραγούδι. Σήμερα, βέβαια, μακαρίζω τον Μπαλαχούτη που μου είχε προτείνει εκείνη τη δουλειά, αφού μου έδωσε την ευκαιρία να μπω στα σπίτια κανονικών θρύλων της ελληνικής λαϊκής μουσικής και να τους συναναστραφώ για λίγο έστω.
Ήταν μεσημέρι όταν φτάναμε στο Μοσχάτο για τη συνέντευξη με τον τραγουδιστή Μάνο Παπαδάκη. ”Αυτός που έλεγε το Θα τα κάψω τα λεφτά μου” έσπευσε να με ενημερώσει ο Μπαλαχούτης λίγα λεπτά πριν χτυπήσουμε το κουδούνι του. Δε χρειαζόταν να ξέρω και περισσότερα, άλλωστε, εγώ έστηνα το κάδρο και εκείνος έκανε όλο το διάλογο με τους καλλιτέχνες. Την πόρτα μάς άνοιξε ένας παχουλός καλωσυνάτος κύριος, τον οποίο και συμπάθησα με την πρώτη ματιά για έναν πολύ προσωπικό μου λόγο: Έμοιαζε καταπληκτικά του πατέρα μου, που σίγουρα θα ήταν και φαν του, εφόσον στο πατρικό μου μεγαλώσαμε με τον Καζαντζίδη, τον Γαβαλά, τον Ζαγοραίο και τους άλλους λαϊκούς τραγουδιστές της ”οικογένειας” τους.
Κάτσαμε σε ένα δωμάτιο, που μπορεί να ήταν και η κουζίνα, κι εκεί ο Παπαδάκης άρχισε να ξετυλίγει το νήμα της ζωής του: Την καταγωγή του από την Κρήτη και από έναν πατέρα που ασχολιόταν με τη βυζαντινή μουσική. Την πρώτη του εμφάνιση δίπλα στον Γιώργο Ζαμπέτα και τον Πέτρο Αναγνωστάκη στο Αιγάλεω του 1958, σε ηλικία μόλις 17 ετών, λίγο πριν παρουσιαστεί στο στρατό. Την πρώτη του απόρριψη το 1962 επίσης, από τον Λαμπρόπουλο της ”Κολούμπια”, επειδή θύμιζε Μπιθικώτση: ”Ο Λαμπρόπουλος συμβούλευε τους τραγουδιστές του από το πως θα ντύνονται μέχρι το πως θα…περπατάνε” μας έλεγε ο Παπαδάκης, ”για να μη μοιάζουν ο ένας με τον άλλον. Εμένα μου είπαν ότι Μπιθικώτση έχουν, οπότε δε θέλουν άλλον”. Πάντως, η αλήθεια είναι πως ο Παπαδάκης ελάχιστη σχέση είχε φωνητικά με τον Μπιθικώτση. Η φωνή του πιο πολύ ήταν ένα κράμα βυζαντινισμού, Καζαντζίδη και Γαβαλά. Η μεγάλη ευκαιρία στη ζωή του Παπαδάκη παρουσιάστηκε με τη γνωριμία του με τον Μάτσα τρία χρόνια αργότερα. Υπογράφει στην ”Οντεόν” και ξεκινά τις εμφανίσεις του δίπλα στα μεγάλα σχήματα, τον Πάνο Γαβαλά με τη Ρία Κούρτη, αλλά και τον Βασίλη Τσιτσάνη με τους Μανώλη Αγγελόπουλο – Αννούλα Βασιλείου.
Στο κέντρο ”Παγκόσμιον” γνωρίζει ακόμη τον Βασίλη Βασιλειάδη, τον συνθέτη των μεγάλων επιτυχιών του. Ο Βασιλειάδης είναι που μαζί με τον στιχουργό Πυθαγόρα γράφουν γι’ αυτόν το τραγούδι ”Θα τα κάψω τα λεφτά μου”, εξ αιτίας του οποίου ο Πυθαγόρας είπε την αλησμόνητη ατάκα: ”Αν δεν γίνει σουξέ, δεν θα ξαναγράψω τίποτα”. Το δισκάκι κυκλοφορεί στα τέλη του 1967 (στην άλλη όψη υπήρχε το κομμάτι ”Αν σε μαλώνει η μάνα σου”) και πουλάει σχεδόν 200.000 αντίτυπα. Με την Ελλάδα στο γύψο των συνταγματαρχών και με τα νυχτερινά κέντρα γεμάτα από κόσμο, όλοι ξεσαλώνουν φωνάζοντας ”Θα τα κάψω τα λεφτά μου”. Στο σημείο αυτό παραθέτω και μία άλλη μαρτυρία του αείμνηστου Σπύρου Ζαγοραίου επίσης στο φακό της σειράς ”Η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού”: ”Η επιτυχία της Προσευχής της δικής μου μόνο με το Θα τα κάψω τα λεφτά μου του Μάνου Παπαδάκη μπορεί να συγκριθεί! Έμπαινα στο μαγαζί και όλοι έκαναν το σταυρό τους για να πω το τραγούδι τους, ήταν το σύνθημα! Λίγα χρόνια μετά παντού άκουγες Θα τα κάψω τα λεφτά μου, είχε γίνει σουξέ σλόγκαν, να πούμε”…Σήμερα, πάντως, με μία κάπως μουσικολογική διάθεση, η farfisa που ακούγεται στο τραγούδι του Παπαδάκη, του δίνει ένα αμυδρό ύφος ”γιε – γιε” που ήταν και της μόδας στα τέλη του ’60, ακόμη και στις τάξεις του λαϊκού τραγουδιού.
Το 1970 κυκλοφορεί σε δισκάκι το τραγούδι ”Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια” που του δίνει ο Γιώργος Μητσάκης. Άλλη μία σημαντική στιγμή στη δισκογραφία του με β’ φωνή την Πίτσα Παπαδοπούλου (στην άλλη όψη το κομμάτι που υπήρχε ήταν το ”Γκρέμισαν τα Εξάρχεια”). Από το ’67 όμως μέχρι το ’70 ο Μάνος Παπαδάκης είχε κυκλοφορήσει πολλά άλλα τραγούδια πάντα σε δίσκους 45 στροφών, συνεργαζόμενος με την παρτενέρ του στα πάλκα, Πόπη Πόλυ, τη Λίτσα Διαμάντη, τη Ρένα Ντάλμα, τον Μπάμπη Τσετίνη, τον Δημήτρη Ευσταθίου, τη Ρένα Βιολάντη κ.α. Λεπτομέρεια μάλλον άγνωστη στους περισσότερους: Το 1973 από τη ΜΙΝΟΣ είχε βγει ακόμη ένα δισκάκι με δύο τραγούδια. Το ένα ήταν το ”Δεν καταλαβαίνω τίποτα” του Γιώργου Κοινούση που έλεγε ο Μάνος Παπαδάκης και το άλλο, το ”Πήρε φωτιά το Κορδελιό”, από την all time classic ”Μικρά Ασία” των Απόστολου Καλδάρα/ Πυθαγόρα, που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν, με την πρωτοεμφανιζόμενη Χαρούλα Αλεξίου. Απορίας άξιον γιατί η εταιρεία είχε ρίξει στην αγορά δύο τελείως διαφορετικά τραγούδια, όπως και δύο τελείως διαφορετικούς τραγουδιστές, μαζί σε ένα δισκάκι. Όποιος γνωρίζει περισσότερα, ας μας δώσει τα φώτα του.
Από τα μέσα του ’70 ο Μάνος Παπαδάκης βρίσκεται στη Lyra. Ήταν η εποχή που ο Αλέκος Πατσιφάς έδινε βήμα σε λαϊκούς συνθέτες και τραγουδιστές, οι οποίοι είχαν κάπως παροπλιστεί συγκριτικά με το πρόσφατο τότε ”ένδοξο” παρελθόν τους (βλέπε Καραμπεσίνης, Μουφλουζέλης, Μενιδιάτης κ.α.) Ο μεγάλος δίσκος του 1975 στο γνωστό label ”Zodiac” της Lyra είχε τίτλο ”Μια καρδιά θα ζωγραφίσω” και περιείχε τα τραγούδια του Θανάση Πολυκανδριώτη ερμηνευμένα από τους νεότερους Γιάννη Μπογδάνο (ανιψιός του Γρηγόρη Μπιθικώτση), Έλενα Κωστή, Γιάννη Παναγιώτου και φυσικά τον ”βετεράνο” Μάνο Παπαδάκη.
Χωρίς να είμαι γνώστης και κατά μία εντελώς ψυχολογική εκτίμηση, δεν νομίζω να ήταν εύκολη η σύμπλευση ενός τραγουδιστή με ένα ολόκληρο διαφορετικό team συνεργατών. Ο Παπαδάκης αλλιώς είχε συνηθίσει, μεσουρανούσε στα τζουκ μποξ με τα 45αράκια του και στα λαϊκά κέντρα της προηγούμενης δεκαετίας, όντας κατά ένα τρόπο κύριος του εαυτού του και του ρεπερτορίου του. Και το σημαντικότερο, ήταν ακόμη νέος και είχε πολλά να δώσει! Ίσως γι’ αυτό τον ξαναβρίσκουμε λίγα χρόνια μετά σε μία μικρότερη εταιρεία, την General Gramophone, στην οποία όμως το όνομα του φιγουράρει και πάλι πρώτο: Το 1977 στο δίσκο ”Προσδοκίες” και το ΄79 στο ”Ένα συστημένο γράμμα” που του χάρισαν οι σπουδαίοι λαϊκοί δημιουργοί Θόδωρος Δερβενιώτης (μουσική) – Κώστας Βίρβος (στίχοι).
Από τις τελευταίες πρωτότυπες δισκογραφικές καταθέσεις του Μάνου Παπαδάκη έχουμε το άλμπουμ ”Ευτυχώς που σε γνώρισα”το 1992 πια: Δέκα τραγούδια σε μουσική του Αντώνη Ρεπάνη και του Νίκου Πάνου βασικά, παιγμένα από νέους μουσικούς, όπως τον Γιώργο Ροΐλο στα κρουστά, τον Ανδρέα Μεταλλίδη στο μπάσο και τον γνωστό συνθέτη και συνεργάτη του Μίκη Θεοδωράκη, Γιάννη Ιωάννου, στο πιάνο, το συνθεσάιζερ και το ακορντεόν. Ακολουθούν δύο ακόμη δίσκοι με ποτ – πουρί λαϊκών τραγουδιών από τον ίδιο και τους συναδέλφους του, Γιώργο Ταλιούρη και Γιώργο Χατζηαντωνίου. Το 1997 τον συναντάμε πάλι στο στούντιο με τον Άκη Πάνου. Τελευταία του δουλειά ήταν με τον συνθέτη και πολυοργανίστα Χρήστο Παπαδόπουλο. Έκτοτε η σιωπή, όχι όμως και η λήθη, εφόσον ο Παπαδάκης πάντα θεωρείτο αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού του ’60 και εμφανιζόταν περιστασιακά στην τηλεόραση, σε αφιερώματα κ.λπ. Στο ίδιο πλαίσιο είχαμε κάνει κι εμείς εκείνο το γύρισμα στο σπίτι του, εφόσον – σύμφωνα με τον Μπαλαχούτη – δεν γινόταν σειρά ντοκιμαντέρ για τον λαϊκό πολιτισμό χωρίς τον Μάνο Παπαδάκη μέσα.
Και κάτι ακόμη, μία ιστορία που ακόμη θυμάμαι τον Παπαδάκη να δακρύζουν τα μάτια του, την ώρα της αφήγησης του: Το 1967, λίγο πριν κάνει τη μεγάλη επιτυχία με το ”Θα τα κάψω τα λεφτά μου”, ο Βασιλειάδης κάλεσε τον Στέλιο Καζαντζίδη στο στούντιο για να του δώσει το τραγούδι του με τίτλο ”Μια δεκάρα”. Ο Καζαντζίδης που είδε να είναι παρών και ο Μάνος Παπαδάκης, γύρισε και είπε του συνθέτη: ”Σώπα, μαέστρο, για δεκάρες θα τραγουδάμε τώρα;”Ίσως ο Νο 1 λαϊκός τραγουδιστής να μην είχε διαβλέψει το σουξέ. Κατά τον Παπαδάκη, όμως, ήταν μία κίνηση γενναιοδωρίας και αλληλεγγύης προς έναν νεότερο συνάδελφο του που ακόμη δεν είχε γευθεί τη μεγάλη επιτυχία και αποδοχή. Το ”Μια δεκάρα” βγήκε τελικά το 1968 και έγινε πραγματικά ακόμη μια μεγάλη επιτυχία για τον Παπαδάκη με β’ φωνή τη Λίτσα Διαμάντη και με την υπέροχη χρήση της farfisa!
Δεν ξέρω γιατί ακριβώς, αλλά ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου χθες βράδυ που έμαθα την είδηση του θανάτου του από τον προσωπικό λογαριασμό του δημοσιογράφου Γιώργου Τσάμπρα στο facebook. Ο Μάνος Παπαδάκης πέθανε ξαφνικά, από ανακοπή καρδιάς, στα 77 του χρόνια και το ημερολόγιο έδειχνε 19 Οκτωβρίου του 2018, στις τρεις το μεσημέρι. Μπορεί ο κόμπος που λέω να οφείλεται στην ομοιότητα με τον πατέρα μου, που επίσης έφυγε ξαφνικά από τη ζωή πριν από τρία χρόνια. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά τον μουσικό Μιχάλη Παπαδάκη, τον γιο του Μάνου, αλλά από δω του μεταφέρω τα θερμά μου συλλυπητήρια πρώτα απ’ όλα γιατί κι αυτός έχασε τον πιο δικό του άνθρωπο. Η χώρα ολόκληρη, έπειτα, έχασε έναν αλησμόνητο καλό ”παλιό” λαϊκό τραγουδιστή. Το ”παλιός” μέσα σε εισαγωγικά παρακαλώ, διότι δεν ισχύει πια. Καθετί που θα μνημονεύεται δεν ”παλιώνει”. Ούτε και πεθαίνει.